- κωλώνω
- κώλωσα, κωλωμένος1. οπισθοδρομώ, κάνω πίσω.2. κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον γυρίζω πίσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωλώνω — κωλώνω, κώλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κωλώνω — [κώλος] 1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη) 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου 3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω 4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή… … Dictionary of Greek
κώλωμα — το [κωλώνω] 1. βάδισμα προς τα πίσω, οπισθοχώρηση 2. σταμάτημα εμπρός σε εμπόδιο … Dictionary of Greek
κώλωση — η [κωλώνω] κώλωμα … Dictionary of Greek
κολώνω — βλ. κωλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)